Μία φορά κι έναν καιρό…ένα από αυτά τα αρχοντόσπιτα της Τσαγκαράδας, το σπίτι και το παράσπιτο, ήταν κατοικία μεγάλου εμπόρου κρασιών από το 1863, χτισμένο πέτρα-πέτρα με μεγάλο μεράκι και κόπο, φιλοξενώντας την οικογένεια με τα παιδιά κι αργότερα τα εγγόνια, χωρίστηκε όπως συνηθιζόταν τότε σε μικρά δωμάτια και καθιστικά με τζάκια, χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά, για να εξυπηρετήσει τους ανθρώπους που το κατοικούσαν και το φρόντιζαν και να ζήσει χιλιάδες στιγμές με χαρές και γλέντια αλλά και λύπες και στεναχώριες που συνοδεύουν πάντα τις ζωές των ανθρώπων για να κρατιούνται οι ισορροπίες.
Παραδίπλα, το παράσπιτο, όπως λένε οι ντόπιοι, η μικρότερη και πιο χαμηλή κατοικία, βόλευε τα ζώα και τις προμήθειες της οικογένειας για να’χει το νοικοκυριό, έτοιμο και τακτοποιημένο ό,τι χρειαζόταν για την επιβίωση.
Τα χρόνια πέρασαν και από το 1978 το σπίτι και το παράσπιτο άλλαξε ιδιοκτήτη. Μία αξιολάτρευτη και μορφωμένη γυναίκα που ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο, έδωσε πνοή και αισθητική πιο σύγχρονη στο εσωτερικό της κατοικίας κρατώντας ανέπαφη την παράδοση του εξωτερικού μέρους της πηλιορείτικου πέτρινου σπιτιού, μιας και κατ’ εντολή του τότε Υπουργού Πολιτισμού, η συγκεκριμένη οικία αποτελεί αξιόλογο δείγμα παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής.
Πολύ αργότερα ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 2001, το βλέμμα κάποιων περαστικών σταμάτησε στην θέα του πανέμορφου αυτού αρχοντόσπιτου και άγγιξε το όνειρο της απόκτησης του, και το όνειρο έγινε πραγματικότητα...
Τα σπίτια πήραν τα ονόματα τους απο εμάς, τους τελευταίους ιδιοκτήτες, για να θυμίζουν την μυθολογία που αναφέρει ότι ένας απο τους Αργοναύτες, ο Πηλέας, ερωτεύτηκε παράφορα την ατίθαση Θέτιδα και το ζευγάρι τέλεσε τους λαμπρούς του γάμους εδώ στο Πήλιο, με καλεσμένους όλους τους θεούς.
«Ο Πηλέας και η Θέτις», στέκονται αγέρωχα και σφιχταγκαλιασμένα για να φτάσουν στο σήμερα αναστηλωμένα, να ατενίζουν,απ’την πλαγιά κάτω από τον Άγιο Στέφανο, καμαρωτά, το δάσος με τις καρυδιές, τις καστανιές και τα πλατάνια, ακούγοντας το ρέμα να κατρακυλά σαν ύμνος για την ομορφιά, φτάνουν το βλέμμα τους,ξυπνώντας το με την αυγή που ανατέλλει ο ήλιος κι αποκοιμίζοντάς το με τον ερχομό του δειλινού, στην πιο ειδυλλιακή, στην πιο παραμυθένια, στην πιο σαγηνευτική θάλασσα της Τσαγκαράδας, τον Μυλοπόταμο!